Ποιο ποσό αποζημίωσης δικαιουται για ηθική βλάβη το θύμα τροχαίου ατυχήματος που θα υποβληθεί σε αρθροσκόπηση τριών αρθρώσεων στο μέλλον;
Στην περίπτωση που θα δούμε το δικαστήριο επιδίκασε ποσό 7.000€ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη. Το ποσό των 7.000€ φαντάζει μικρό ως αποζημίωση για ηθική βλάβη, αν αναλογιστούμε το μέγεθος του σοβαρού τραυματισμού που υπέστη ο παθών από το τροχαίο ατύχημα και την ανάγκη να υποβληθεί σε αρθροσκόπηση τριών αρθρώσεων. Πώς εξηγείται αυτό;
Η πτώση των οικονομικών αξιών στην Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης και η επιλογή του παθόντος να μην υποβληθεί άμεσα στην αρθροσκόπηση παρά τις ιατρικές υποδείξεις, αλλά να επιλέξει να υποβληθεί στην αρθροσκόπηση στο μέλλον είναι οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν στην επιδίκαση του ποσού αυτού ως ηθική βλάβη, το οποίο πριν από λίγα χρόνια θα χαρακτηριζόταν μικρό.
Κατά κανόνα τα ποσά που επιδικάζονται ως ηθική βλάβη είναι μεγαλύτερα εφόσον ο παθών έχει ολοκληρώσει την αποθεραπεία του και η υγεία του έχει αποκατασταθεί.
Ωστόσο είναι δεδομένο πλέον ότι τα ποσά που επιδικάζουν τα δικαστήρια για ηθική βλάβη είναι σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν λόγω της οικονομικής κρίσης που βιώνει η Ελλάδα, την οποία έχουν λάβει υπόψη και οι δικαστές.
Ας δούμε το σύντομο απόσπασμα για την επιδίκαση του ποσού των 7.000€ λόγω ηθικής βλάβης της σχετικής δικαστικής απόφασης:
Ο ενάγων είναι αναγκαίο να υποβληθεί σε αρθροσκοπικές επεμβάσεις για την αποκατάσταση των παθήσεων των ανωτέρω τριών αρθρώσεων που του κατέλειπε ο ανωτέρω τραυματισμός του από το τροχαίο ατύχημα, στις οποίες θα υποβληθεί στο άμεσο μέλλον. Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η σύγκρουση, τον τραυματισμό που υπέστη ο ενάγων, την ηλικία του κατά την ημέρα του ατυχήματος και την έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπό του για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος, κρίνει ότι αυτός υπέστη ηθική βλάβη συνεπεία της σφοδρότητας της σύγκρουσης, καθώς και της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας στην οποία υποβλήθηκε, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτόν το ποσό των 7.000 ευρώ, το οποίο – μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων – κρίνεται εύλογο.