Διόρθωση πρώτης εγγραφής κτηματολογίου με αντίδικο το Ελληνικό Δημόσιο

#diorthosi_protis_eggrafis_ktimatologioy

Η διόρθωση της πρώτης εγγραφής ακινήτου που έχει καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο ως αγνώστου ιδιοκτήτη με αντίδικο το Ελληνικό Δημόσιο είναι ίσως η πιο συνηθισμένη περίπτωση που προκύπτει μέχρι τώρα στις περιοχές που λειτουργεί το Κτηματολόγιο.

Ο ιδιοκτήτης ακινήτου ο οποίος παρέλειψε να δηλώσει το ακίνητό του στο Κτηματολόγιο, είτε διότι αμέλησε (συνήθως διότι είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν γνώριζε τη σχετική υποχρέωση του), είτε διότι δεν μπορούσε να υποβάλει τη δήλωση ιδιοκτησίας διότι υπήρχαν εκκρεμή νομικά ζητήματα με τους τίτλους ιδιοκτησίας του (συνήθως προβλήματα αποδοχής κληρονομιάς), δεν έχει άλλη νομική επιλογή παρά να ζητήσει τη δικαστική διόρθωση της πρώτης εγγραφής του ακινήτου.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του ακινήτου ώστε να καταχωρηθεί ο ίδιος ως ιδιοκτήτης του ακινήτου, το οποίο έχει καταχωρηθεί ως ιδιοκτησίας άγνωστου ιδιοκτήτη.

Στη δίκη αυτή ο ιδιοκτήτης θα διαπιστώσει ότι το Ελληνικό Δημόσιο όχι απλώς θα εμφανιστεί, αλλά θα προβάλει δικαίωμα κυριότητας επί του ακινήτου

Σε πρόσφατη δίκη για διαμέρισμα που καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο ως αγνώστου ιδιοκτήτη και βρίσκεται σε πολυκατοικία με 8 διαμερίσματα και συνολικά 16 οριζόντιες ιδιοκτησίες, το Ελληνικό Δημόσιο προέβαλε δικαίωμα κυριότητας για το συγκεκριμένο διαμέρισμα, παρότι δεν είχε προβάλει κανένα δικαίωμα κυριότητας στις άλλες 15 οριζόντιες ιδιοκτησίες, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν προβεί σε εμπρόθεσμη δήλωση ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο!!!

Ως γνωστόν χρησικτησία κατά του Ελληνικού Δημοσίου δεν επιτρέπεται μετά το 1915 βάσει μιας σειράς νομικών διατάξεων που θα δούμε και αμέσως κατωτέρω.

Πώς θα καταφέρει λοιπόν ο ιδιοκτήτης να διορθώσει την πρώτη εγγραφή του ακινήτου του στο Κτηματολόγιο που είχε γίνει ως αγνώστου ιδιοκτήτη ελλείψει δηλώσεως ιδιοκτησίας;

Και κυρίως πώς θα αντιμετωπίσει ο πραγματικός ιδιοκτήτης του «ακινήτου αγνώστου ιδιοκτήτη» το Ελληνικό Δημόσιο που θα προβάλει δικαίωμα κυριότητας επί του ακινήτου;

Ας δούμε τα σχετικά νομικά επιχειρήματα μέσα από μια απόφαση Αρείου Πάγου, από τις πολλές που έχουν εκδοθεί επί του ζητήματος της διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου ως αγνώστου ιδιοκτήτη σε αντιδικία με το Ελληνικό Δημόσιο που προέβαλλε δικαιώματα κυριότητας επί του ακινήτου αγνώστου ιδιοκτήτη:

«Στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του ν.3127/2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 11 του άρθρου 154 του ν. 4389/2016, ορίζονται τα εξής:

«1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Η διάταξη της περίπτωσης β’ εφαρμόζεται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., η διάταξη εφαρμόζεται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή.

Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ..

2. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για εκτάσεις που στο σχέδιο πόλης ή στους οικισμούς αποτελούν κοινόχρηστους χώρους ή πάρκα και άλση.»

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε ακίνητα που βρίσκονται εντός οικισμού ή εντός σχεδίου πόλεως και έχουν επιφάνεια έως 2.000 τ.μ. και θέτει τις εξής επιπλέον προϋποθέσεις:

Προβλέπει υποχρέωση του ιδιοκτήτη να έχει συμπληρώσει έως τις 19.3.2002 τακτική χρησικτησία 10 ετών ή έκτακτη χρησικτησία 30 ετών, κατ’ αναλογία των σχετικών διατάξεων των άρθρων 1041 και 1045 ΑΚ.  
Η 10ετής τακτική χρησικτησία προϋποθέτει δεκαετή αδιατάρακτη νομή που θα έχει συμπληρωθεί έως τις 19.3.2003 και νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, δηλαδή κατά κύριο λόγο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, το οποίο θα πρέπει να έχει καταρτιστεί και μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο μετά τις 23.2.1945. 
Για την 30ετή έκτακτη χρησικτησία δεν απαιτείται νόμιμος τίτλος από επαχθή αιτία (πχ αγοραπωλητήριο συμβόλαιο), αλλά αρκεί να έχει συμπληρωθεί 30ετή αδιατάρακτη νομή μέχρι τις 19.3.2003.          
Για τη συμπλήρωση της αδιατάρακτης 10ετούς νομής ή 30τούς νομής συνυπολογίζεται και προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις.

Ο νομέας θα πρέπει να βρίσκεται σε καλή πίστη και κατά τις δύο περιπτώσεις χρησικτησίας, δηλαδή να πιστεύει χωρίς βαριά αμέλεια ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα.

Η νομή θα πρέπει να είναι αδιατάρακτη, δηλαδή απαιτείται το Ελληνικό Δημόσιο να μην έχει ενεργήσει διακατοχικές πράξεις πάνω στο ακίνητο και να μην έχει αξιώσει την επιστροφή του ακινήτου π.χ. μέσω της έκδοσης και κοινοποίησης Πρωτοκόλλου Διοικητικής αποβολής. 

Υπό αυτές τις νόμιμες προϋποθέσεις με τις εν λόγω διατάξεις θεσπίζεται εξαίρεση του κανόνα του άρθρου 21 του Ν. Δ/τος της 22.4/16.5.1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ και επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», σύμφωνα με τον οποίο στα δημόσια κτήματα νομέας είναι το Δημόσιο και ότι αυτά είναι ανεπίδεκτα νομής ή αποσβεστικής παραγραφής, εκτός αν η τριακονταετής νομή της έκτακτης χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφού, μετά τη χρονολογία αυτή δεν επιτρέπεται ούτε έκτακτη χρησικτησία στα ακίνητα του Δημοσίου.

Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο σε δημόσια κτήματα, ήτοι σε ακίνητα που ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 15/2011) και προστατεύουν εκείνον που προβάλλει κυριότητα σε δημόσιο κτήμα με την παραπάνω έννοια, κτήμα, παρέχοντας του τη δυνατότητα, με την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων των εν λόγω διατάξεων, να αποκτήσει την κυριότητα του κτήματος αυτού έναντι του Δημοσίου, την οποία, άλλως, χωρίς δηλαδή τις διατάξεις αυτές, μόνο με τη συνδρομή των ανωτέρω αυστηρότερων προϋποθέσεων του προ του νόμου αυτού νομικού καθεστώτος, θα μπορούσε να αποκτήσει (ΑΠ 22/2021, ΑΠ 807/2019, ΑΠ 23/2019).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1054 ΑΚ, ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 966, 967, 968 ΑΚ, εκτός συναλλαγής είναι τα κοινόχρηστα πράγματα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, τα οποία, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από τους Ν. 3127/2003 και 3481/2006 προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως «αγνώστου ιδιόκτητη», όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής.

 Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος.

Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 3, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 34/2019 ,ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενής απόφασης (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά, από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ένδικη αίτηση διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής των αναιρεσιβλήτων και την κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου:

Δυνάμει της αριθμ. πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών, που έχει καταχωρηθεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου, ο αιτών αποδέχτηκε την κληρονομιά της μητέρας του, Ελληνίδας υπηκόου κατοίκου εξωτερικού, η οποία απεβίωσε,

Μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων της κληρονομιάς της ανωτέρω αποβιώσασας ήταν και το επίδικο οικόπεδο, το οποίο εκτάσεως τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην Αττική, στην περιφέρεια του Δήμου, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου, επί τής οδού στην οποία φέρει τον αριθμό και εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα του μηχανικού που προσαρτήθηκε στο υπ’ αρ. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών και συνορεύουν κατά το σχεδιάγραμμα αυτό βόρεια με το υπό στοιχεία οικόπεδο, ανατολικά με το υπό στοιχεία οικόπεδο, νότια με την οδό και δυτικά με το υπό στοιχεία οικόπεδο.

Η δικαιοπάροχος του αιτούντα είχε καταστεί κυρία του προπεριγραφόμενου οικοπέδου σύμφωνα με το υπ’ αρ. συμβόλαιο διανομής ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών, νομίμως μεταγεγραμμένο κατά πλήρη κυριότητα.

Το κληρονομικό δικαίωμα του ανωτέρω κληρονόμου πιστοποιήθηκε με το υπ’ αρ. πιστοποιητικό κληρονομητηρίου του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εκδόθηκε δυνάμει της υπ’ αρ. αποφάσεως του εν λόγω Δικαστηρίου.

Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι η μητέρα του αιτούντα και οι δικαιοπάροχοι της νέμονταν το επίδικο ακίνητο συνεχώς και αδιαλείπτως τουλάχιστον από το έτος, όταν ο απώτερος δικαιοπάροχος τους προχώρησε μαζί με τους συγκυρίους σε διανομή της τότε ευρύτερης έκτασης και ανάθεσε σε μηχανικό την κατάτμηση και αποτύπωση της ευρύτερης ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου, σε σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ στη συνέχεια το επίδικο ακίνητο καταμετρήθηκε εκ νέου και συντάχθηκε το τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού.

Εξάλλου, με την υπ’ αρ. άδεια ανέγερσης οικοδομής και τη συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου δημιουργήθηκε επί του επίδικου οικοπέδου κτίσμα με οριζόντιες ιδιοκτησίες, το οποίο χρησιμοποιεί ο αιτών μέχρι και τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αίτησης.

Αντιθέτως, το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικτικό της κυριότητος του Οθωμανικού κράτους επί του επίδικου ακινήτου ή Οθωμανών υπηκόων που το εγκατέλειψαν όταν αναχώρησαν από την απελευθερωθείσα Ελλάδα.

Επειδή δε το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, δεν αρκεί προς τήρηση της σχετικής δικονομικής του υποχρέωσης η επίκληση απλά και μόνο των διατάξεων των ως άνω Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, γι’ αυτό ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Ομοίως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητα με τα προσόντα της τακτική ή έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε καμία διακατοχική πράξη των οργάνων του επί του επιδίκου.

Όπως μάλιστα αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο με αρ. πρωτ. έγγραφο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Αττικής, το επίδικο εμφανίζεται στο υπ’ αρ. τοπογραφικό διάγραμμα απαλλοτρίωσης που είναι κατατεθειμένο στο Υπουργείο Υγείας, πλην όμως, επειδή το εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο δεν φέρει αρίθμηση, ούτε και φαίνεται οικοπεδοποιημένο, η ως άνω Υπηρεσία δεν μπορεί να αποφανθεί για την ύπαρξη δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επ’ αυτού.

Να σημειωθεί, πάντως, ότι η εμφάνιση του επιδίκου στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα απαλλοτρίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται και κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί του επιδίκου λόγω απαλλοτριώσεως για αποκατάσταση προσφύγων, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 2 § 5 του από 29/30-4-1953 ΒΔ «περί κωδικοποιήσεως των κείμενων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κλπ.», προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από 15-4-1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν είχε λάβει χώρα κατάληψη ή καταβολή αποζημίωσης, της έννοιας της κατάληψης νοούμενης ως περιλαμβάνουσας εμφανείς υλικές πράξεις και ενέργειες επί του απαλλοτριωθέντος, με τις οποίες αυτό καθυποτάσσεται στην εξουσία εκείνου που τις επιχειρεί (ΑΠ 614/2013 ΝΟΜΟΣ), τέτοια δε κατάληψη δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.

Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, επομένως, αποδεικνύεται ότι η δικαιοπάροχος του αιτούντα μητέρα του, η οποία νεμόταν το επίδικο ακίνητο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως του, εμβαδού μικρότερου των 2.000 τ.μ., με διάνοια κυρίας και καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση χωρίς βαριά αμέλεια ότι είχε αποκτήσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητος κανενός, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών μέχρι την έναρξη ισχύος (στις 19-3-2003) του νόμου 3127/2003 και συνεπώς είχε αποκτήσει την κυριότητα επί του επιδίκου, όχι μόνο με παράγωγο, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, δυνάμει του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού του αιτούντα που προέβαλε σε αντίκρουση της κύριας παρέμβασης του Ελληνικού Δημοσίου.

Εξάλλου, ο ισχυρισμός που πρότεινε το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο περί κακής πίστεως του αιτούντα και των δικαιοπαρόχων του κατά την κτήση της νομής τους ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι είχε γνωστοποιηθεί σε αυτούς οποτεδήποτε τυχόν δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου ή ότι το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε διεκδίκηση του (π.χ. με την έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής) ή ότι είχε προβεί σε οποιαδήποτε εμφανή ενέργεια διακατοχής επ’ αυτού.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, αυτό, κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου
καταχωρήθηκε με έκταση και με ΚΑΕΚ, συνορεύον γύρωθεν με τα ακίνητα που φέρουν ΚΑΕΚ και φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη.

Με τις υπ’ αρ. αποφάσεις του ΔΣ του ΟΚΧΕ, που δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για τα ακίνητα της περιοχής του Δήμου καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου στην εν λόγω περιοχή.

Ωστόσο, η δικαιοπάροχος του αιτούντα, που ήταν εν ζωή κατά τον χρόνο περαίωσης της διαδικασίας κτηματογράφησης και έναρξης του κτηματολογίου, παρέλειψε να δηλώσει το εμπράγματο δικαίωμα της επί του ακινήτου και έτσι παρέμεινε η ανωτέρω αρχική εγγραφή με εμφαινόμενο άγνωστο ιδιοκτήτη.

Η αρχική αυτή εγγραφή, όμως, είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα του αιτούντα ως κληρονόμου της δικαιοπαρόχου μητέρας του, ως κυρίου του επιδίκου ακινήτου.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχτηκε την αίτηση ως ουσία βάσιμη και απέρριψε την κύρια παρέμβαση (κατά το μέρος που την έκρινε παραδεκτή και νόμιμη) ως ουσία αβάσιμη διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, που συμπληρώνονται από τις αιτιολογίες της παρούσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιον αυτού αποδείξεις, όσα δε υποστηρίζει με τους λόγους της έφεσης του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι αβάσιμα καθώς και η έφεση στο σύνολο της».

Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της αριθμ. οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε δεχθεί ως ουσία βάσιμη την αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου για τη διόρθωση της εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής του με ΚΑΕΚ επίδικου ακινήτου, ερειδόμενη μόνο στον παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας (κληρονομική διαδοχή), το οποίο φέρεται στα κτηματολογικό βιβλία ως «άγνωστου ιδιοκτήτη» και είχε απορρίψει ως κατ’ ουσίαν αβασιμη την κυρία παρέμβαση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου

Ίσως σας ενδιαφέρουν οι παλαιότερες αναρτήσεις μας, στις οποίες είχαμε εξετάσει τα νομικά προβλήματα της παράλειψης καταχώρησης ακινήτου σε κτηματολογικό πίνακα και της κληρονομιάς ακινήτου που έχει απαλλοτριωθεί.

Θέλετε να επικοινωνήσετε με το δικηγόρο Στέφανο Ασλανίδη για κάποια εκκρεμή υπόθεση ακινήτου σας;

Συμπέρασμα: Είναι νόμιμη και επιτρεπτή η επίκλησης τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου για τη διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου αγνώστου ιδιοκτήτη.